Συμπατριώτες, ή πώς μια λέξη μπορεί να σε στείλει στη φυλακή

του Άγγελου Ζήκου

Κίνα: το ημερολόγιο έγραφε 4 Μαρτίου 1968, όταν ο συγγραφέας και μεταφραστής, αλλά και ποιητής, πολιτικός και ιστορικός, Bó Yáng (Μπο Γιανγκ), βρέθηκε στη φυλακή για εννέα ολόκληρα χρόνια, με αφορμή τον τρόπο που μετέφρασε ελεύθερα μία και μόνο λέξη.

Ο Bó Yáng στο Συνέδριο Εθνικών Υποθέσεων Νεολαίας, Ταϊπέι, 2004.
Πηγή φωτογραφίας: Taipei Times

Ιστορικό πλαίσιο

Πίσω στον χρόνο, σε μια εποχή που η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω δικτατορίας. Πέρα προς τα ανατολικά, σε έναν πολιτισμό που οι περισσότεροι ελάχιστα κατανοούν. Η ιστορία μας εντάσσεται στο πλαίσιο του κινεζικού εμφυλίου, παρόλο που έλαβε χώρα αρκετά χρόνια μετά τη λήξη των εχθροπραξιών (η εν λόγω διαμάχη δεν έχει τερματιστεί επίσημα, καθώς μέχρι και σήμερα δεν έχει υπογραφεί εκεχειρία).

Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, ο Κομμουνισμός εξακολουθεί να αποτελεί το αντίπαλο δέος στον Καπιταλισμό, με αποτέλεσμα ολόκληρος ο κόσμος να έχει χωριστεί –άμεσα ή έμμεσα– σε δύο στρατόπεδα.

Στον κινεζικό εμφύλιο, ο οποίος χωρίζεται σε δύο φάσεις (1927-1936 και 1946-1950), αντιπαρατέθηκαν δύο ιδεολογίες: αφενός, αυτή των Εθνικιστών που προέτασσαν τη δημιουργία μιας χώρας αυτόνομης και αυτόβουλης, όπου δεν θα υπήρχαν ξένες εθνότητες. αφετέρου, αυτή των Κομμουνιστών που επιθυμούσαν την υιοθέτηση των κομμουνιστικών προτύπων και ηθών, προκρίνοντας την απομάκρυνση από την παράδοση και το παρελθόν της χώρας.

Οι δύο αυτές ιδεολογίες εκφράστηκαν από το Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα ή Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ) και από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), αντίστοιχα. Υπό την ηγεσία του Τσιανγκ Κάι Σεκ, το ΚΜΤ κατόρθωσε να ενοποιήσει μεγάλο μέρος της Κίνας, κυβερνώντας τη χώρα από το 1928 έως το 1949, δηλαδή μέχρι την ήττα από το ΚΚΚ και την υποχώρησή του στην Ταϊβάν, όπου σχημάτισε ανεξάρτητη κυβέρνηση που υφίσταται μέχρι σήμερα.

H ζωή του Bó Yáng

Γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1920 και το πραγματικό του όνομα ήταν Kuo Yi-ton. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με την πολιτική, συμμετέχοντας σε οργανώσεις νεολαίας του ΚΜΤ ως μαθητής. Εκείνη την εποχή, το ΚΜΤ βρισκόταν στην εξουσία και ο Bó Yáng έγινε μέλος του το 1938. Μετά την ήττα του κόμματος στον εμφύλιο (1949), μετακόμισε στην Ταϊβάν, έχοντας εν τω μεταξύ αποβληθεί από το Εθνικό Βορειοανατολικό Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε, λόγω των αντικομμουνιστικών του πεποιθήσεων. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως αρθρογράφος σε μια μικρή, φιλελεύθερη εφημερίδα, ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής του εργάστηκε σε διάφορες θέσεις, μεταξύ άλλων ως δάσκαλος, επιμελητής και διευθυντής εκδοτικού οίκου.

Έναν χρόνο αργότερα, ο Bó Yáng φυλακίζεται για πρώτη φορά, παραμένοντας στη φυλακή για έξι μήνες, επειδή συνελήφθη να ακούει ραδιοφωνικές εκπομπές του κομμουνιστικού καθεστώτος της Κίνας. Μέσα από το συγγραφικό του έργο, ωστόσο, κατάφερε να εξοργίσει τόσο το ΚΜΤ όσο και το ΚΚΚ, καθώς στηλίτευε την αντιδημοκρατική συμπεριφορά των κυβερνώντων, είτε επρόκειτο για τους κομμουνιστές είτε για τους εθνικιστές.

Η μετάφραση που οδήγησε στη σύλληψη

Παρά τα διαπιστευτήριά του ως ένθερμος υποστηρικτής του εθνικιστικού κόμματος, ο Bó Yáng δεν άργησε να απογοητευτεί από τον τρόπο διοίκησης του Τσιανγκ Κάι Σεκ και των διαδόχων του, καθώς πίστευε ότι είχαν εγκαθιδρύσει ένα μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης που βασιζόταν στη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας.

Τον Ιανουάριο του 1968, ο Bó Yáng ανέλαβε τη μετάφραση μιας σκηνής από το πασίγνωστο κόμικ Ποπάυ (Popeye ή, στα κινεζικά, Da Li Shuishou) του Bud Sagendorf, για λογαριασμό της εφημερίδας China Daily News. Συχνά, τις μεταφράσεις αναλάμβαναν οι υφιστάμενοί του, με τον ίδιο να κάνει την τελική επιμέλεια. Πολύ συχνά, ο Bó Yáng δεν μετέφραζε πιστά τους διαλόγους, αλλά προτιμούσε μια πιο ελεύθερη απόδοση η οποία θα ανταποκρινόταν καλύτερα στην κινεζική κουλτούρα και θα προσέδιδε περισσότερο χιούμορ. Αυτό συμβαίνει άλλωστε πολύ συχνά στον χώρο της μετάφρασης, προκειμένου το μετάφρασμα να προσαρμόζεται στη γλωσσική πραγματικότητα της γλώσσας-στόχου και στις προσλαμβάνουσες του τελικού αναγνώστη.

Αυτό συνέβη και τον Ιανουάριο του 1968. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο από τις περιπέτειες του Ποπάυ, ο πρωταγωνιστής έχει αγοράσει ένα νησί μαζί με τον Τζούνιορ. Θαυμάζοντας το νέο τους απόκτημα, συζητούν μεταξύ τους και σε κάποιο σημείο ο Ποπάυ δηλώνει την πρόθεσή του να προκηρύξει εκλογές στο νησί, μολονότι όλοι κι όλοι οι κάτοικοι είναι μονάχα οι δυο τους. Στο πρωτότυπο κείμενο που είχε δημοσιευθεί στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, ο Ποπάυ απευθύνεται στους (ανύπαρκτους) υπηκόους τους ως ‘Fellow Popalanians…’ (Ποπαλάνιοι συμπολίτες μου), μια φράση που ο Bó Yáng μετέφρασε ως ‘Fellow countrymen…’ (στα κινεζικά 全國軍民同胞們, δηλαδή στρατιώτες και συμπατριώτες της χώρας μας).

Αντίγραφο του επίμαχου κόμικ. Πηγή φωτογραφίας: Taipei Times

Για κακή του τύχη –εάν όντως επρόκειτο για ατυχία και όχι για σκόπιμη επιλογή λέξεων, μολονότι ο ίδιος δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα ότι δεν είχε κακή πρόθεση– με αυτήν ακριβώς τη φράση ξεκινούσε συχνά τους δημόσιους λόγους του ο ηγέτης του ΚΜΤ, Τσιανγκ Κάι Σεκ. Οι Αρχές της Ταϊβάν δεν άργησαν να αδράξουν την ευκαιρία και στις 29 Φεβρουαρίου 1968 κάλεσαν τον Bó Yáng και τη σύζυγό του για ανάκριση, η οποία διήρκεσε 15 ολόκληρες ώρες. Λίγο αργότερα, μεταξύ 1ης και 2ας Μαρτίου, ο Bó Yáng κλήθηκε εκ νέου να απολογηθεί, δίνοντας εξηγήσεις για 27 ώρες αυτή τη φορά, τη στιγμή που οι Αρχές ήταν πεπεισμένες ότι σκοπίμως είχε προσβάλει τον εθνάρχη. Κι ενώ του επετράπη να επιστρέψει στο σπίτι του, το πρωί της 4ης Μαρτίου οι Αρχές τον συνέλαβαν χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση στη σύζυγό του, η οποία για 12 ημέρες δεν είχε καθόλου νέα του.

Ο δρόμος προς τη φυλακή

Οι επόμενες ημέρες ήταν πραγματική κόλαση για τον άτυχο μεταφραστή, με τις νυχτερινές ανακρίσεις να διαδέχονται η μία την άλλη. Οι ανακριτές του ήταν αποφασισμένοι να του αποσπάσουν ομολογία: ήταν κατάσκοπος των κομμουνιστών και ο μόνος τρόπος για να πάρει τη ζωή του πίσω ήταν να το παραδεχτεί και να αποκαλύψει τα ονόματα των συνεργών του. Με σωματική και ψυχολογική βία –δεν δίστασαν μάλιστα να του σπάσουν το πόδι– τον λύγισαν τελικά, αναγκάζοντάς τον να πει ακριβώς ό,τι ήθελαν να ακούσουν.

Φυσικά, η απόφαση να τον σιωπήσουν ήταν προειλημμένη και στη δίκη που ακολούθησε τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 ετών, με την κατηγορία της συμμετοχής σε κομμουνιστική συνωμοσία. Παρόλο που λίγο αργότερα ανακάλεσε τη φανταστική ομολογία του, γράφοντας μια σειρά από επιστολές υπέρ της αθωότητάς του, η υπόθεση αρχειοθετήθηκε και κανένα από τα γεγονότα δεν δημοσιοποιήθηκε. Στάλθηκε αρχικά σε μια φυλακή κοντά στην Ταϊπέι, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στην Πράσινη Νήσο (Green Island), όπου εξέτισε το υπόλοιπο της ποινής του.

Για όσο διάστημα παρέμεινε φυλακισμένος, τα τοπικά μέσα ενημέρωσης παρέμειναν σιωπηλά – προφανώς, η ελευθερία του Τύπου δεν αποτελούσε θέμα προς συζήτηση σε ένα καθεστώς αυτού του είδους. Εκτός χώρας, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η σύζυγος του Bó Yáng είχε επικοινωνήσει, ήδη από τις πρώτες ημέρες της φυλάκισής του, με τον γνωστό Κινέζο φυσικό και ατομικό επιστήμονα Sun Guanhan, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στις ΗΠΑ. Χάρη στον Sun, ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και τους Κινέζους που ζούσαν στο εξωτερικό, η υπόθεση έφτασε ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ενώ με την περίπτωσή του ασχολήθηκε ενεργά και η Διεθνής Αμνηστία. Εν τω μεταξύ, ο Bó Yáng είχε καταθέσει αίτηση διαζυγίου, προκειμένου να επιτρέψει στη σύζυγό του να συνεχίσει τη ζωή της και να μην ταλαιπωρείται και η ίδια από τα δικά του δεινά.

Επιτέλους ελεύθερος

Στα μέσα του 1977, κι ενώ ο Τσιανγκ Κάι Σεκ είχε αποβιώσει (1975), απονεμήθηκε χάρη στον Bó Yáng. Είχε εκτίσει περισσότερα από εννέα χρόνια από τα συνολικά 18 της ποινής του, όταν τελικά απελευθερώθηκε. Το ημερολόγιο έγραφε 1 Απριλίου 1977.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Bó Yáng, του είχαν υποσχεθεί ότι θα επέστρεφε στο σπίτι του αργότερα την ίδια ημέρα της σύλληψης, αλλά τελικά πέρασαν δέκα χρόνια. Όταν γύρισε, το σπίτι του δεν ήταν πλέον δικό του, η γυναίκα του είχε παντρευτεί κάποιον άλλον, την κόρη του δεν την αναγνώριζε πλέον.

Μετά την απελευθέρωσή του, η εφημερίδα China Times προσέλαβε τον Bó Yáng ως αρθρογράφο, προς μεγάλη ικανοποίηση τόσο του ιδίου όσο και του αναγνωστικού κοινού. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ταϊπέι, όπου διετέλεσε ο πρώτος πρόεδρος του παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας στην Ταϊβάν. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2008, κατόρθωσε να γράψει δεκάδες έργα –δοκίμια, ποιήματα, ιστορικά βιβλία και μυθιστορήματα– μια πλούσια παρακαταθήκη για τον λαό της Κίνας, αλλά και τους απανταχού μελετητές που επιθυμούν να εντρυφήσουν στον κινεζικό πολιτισμό.


Σχετικά με τον συντάκτη:

Ο Άγγελος Ζήκος γεννήθηκε και ζει στα Ιωάννινα, όπου διατηρεί το μεταφραστικό γραφείο Translation Hub-Δίκτυο Μετάφρασης. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2011). Μεγάλη του αγάπη είναι οι Διεθνείς Σχέσεις και η Γεωπολιτική, γι’ αυτό και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές» του Πανεπιστημίου Αθηνών (2013). Ακόμη μεγαλύτερη αγάπη του όμως, αλλά και πηγή έμπνευσης, είναι η σύζυγος και τα δύο παιδιά του. Ελπίζει ότι σύντομα θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, την πλοκή του οποίου εμπνεύστηκε κατά την περίοδο της καραντίνας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *